- καταθεματίζω
- καταθεματίζω (Α) [κατάθεμα]αναθεματίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθεματίζω — pres subj act 1st sg καταθεματίζω pres ind act 1st sg καταθεματίζω pres subj act 1st sg καταθεματίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίζειν — καταθεματίζω pres inf act (attic epic) καταθεματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίζοντας — καταθεματίζω pres part act masc acc pl καταθεματίζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίζοντες — καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίζουσα — καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίσαντας — καταθεματίζω aor part act masc acc pl καταθεματίζω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθεμάτιζον — καταθεματίζω imperf ind act 3rd pl καταθεματίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεθεμάτισεν — καταθεματίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματίσασαι — καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεματισμός — καταθεματισμός, ὁ (Α) [καταθεματίζω] κατάθεμα … Dictionary of Greek